- πύο
- (Ιατρ.), Υγρό ποικίλης πυκνότητας, γενικά λευκό, κιτρινωπό ή πρασινωπό, πολύ φτωχό σε ινική, που με την παρουσία του χαρακτηρίζει την πυώδη εξιδρωματική φλεγμονή. Το π. σχηματίζεται όταν το εξίδρωμα του πλάσματος ενώνεται με το πλήθος των μεταναστευόντων λευκοκυττάρων (γενικά ουδετερόφιλων)· αυτά τα δύο θεμελιώδη στοιχεία μπορεί να συνοδεύονται από ερυθροκύτταρα, λεμφοκύτταρα (ιδιαίτερα στις φυματιώδεις εμπυήσεις), μικρόβια κ.ά. Τα λευκοκύτταρα, που εμφανίζονται στις πυώδεις συλλογές, στερούνται θρέψης ή οξυγόνου και συχνά υπόκεινται στη δράση των μικροβιακών τοξινών, γι’ αυτό πυκνούνται, εκφυλίζονται, πεθαίνουν και διαλύονται ελευθερώνοντας με τη σειρά τους ουσίες που τείνουν να αφομοιώσουν γειτονικά κύτταρα και ιστούς· με αυτόν τον τρόπο εξαπλώνεται συχνά η πυώδης διεργασία. Π. σχηματίζεται σε πολλές μικροβιακές φλεγμονές δέρματος και εσωτερικών οργάνων. Όταν η συλλογή π. γίνει σε μια φυσική κοιλότητα, π.χ. στη θωρακική, λέμε ότι έχουμε εμπύημα· όταν συμβαίνει μέσα σε ένα όργανο, π.χ. το ήπαρ, τον εγκέφαλο κ.α., απόστημα.
Dictionary of Greek. 2013.